- συγκαθεζόμενον
- συγκαθέζομαιsit down togetherpres part mid masc acc sgσυγκαθέζομαιsit down togetherpres part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθρονεύω — Α [σύνθρονος] κάθομαι στον ίδιο θρόνο («τῷ Πατρὶ συνθρονεύοντα καὶ συγκαθεζόμενον», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek